Η εξαρτητική δομή της προσωπικότητας διαμορφώνεται κατά την πρώιμη φάση της εξέλιξης του βρέφους, την στοματική, στη σχέση με το πρωταρχικό αντικείμενο αγάπης. Η σχέση αυτή με το μητρικό αντικείμενο γίνεται πρότυπο όλων των μετέπειτα σχέσεων με τ’ αντικείμενα που θα το αντικαταστήσουν στην εξέλιξη της ζωής του παιδιού. Εδώ το υποκείμενο παρεμποδίστηκε ή δεν μπόρεσε να αποχωριστεί από τη μητέρα, να διαφοροποιηθεί και να εσωτερικεύσει την μητρική και πατρική λειτουργία, αναπτύσσοντας στη συνέχεια τις δικές του ικανότητες . Βρίσκεται σε μία διαρκή άμεση εξάρτηση από το περιβάλλον – μητρικό αντικείμενο – σαν βρέφος που αναζητά υποκατάστατα στην θαυματουργή ουσία, την παντοδύναμη οθόνη, την μαγική ζαριά κλπ.
Αναπτύσσεται τότε μια σύνδεση που χαρακτηρίζεται τόσο από συναισθήματα ανάγκης ενός ιδεώδους στήθους που απαντά σε όλα τα ερεθίσματα , όσο και από συναισθήματα απειλής από αυτό και ανάγκης ελέγχου του.
Είναι σαν μια μανιακή άμυνα για να μην αναγνωρίσει και αποδεχθεί την έλλειψη του. Δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί από το «πράγμα» που θα ικανοποιήσει άμεσα την ανάγκη του, που πιστεύει ότι μπορεί αυτή τη φορά να το ελέγξει και να εκπληρώνει κάθε ενόρμηση του όποτε θέλει, χωρίς την πολυπλοκότητα μιας διανθρώπινης σχέσης.
Το εξαρτητικό άτομο προσπαθεί έτσι να ενσωματώσει από το περιβάλλον αυτό που δεν μπόρεσε να ενδοβάλει, την λειτουργία του πρωταρχικού μητρικού αντικειμένου, ως καλό και προστατευτικό ακόμα και όταν δεν είναι παρόν. Έχουμε έτσι μια μεταφορά κατά την οποία το ενδοψυχικό πρόβλημα μεταφέρεται στη σχέση με το περιβάλλον σε μια προσπάθεια μείωσης, αυτοθεραπείας θα λέγαμε, εντονότατων ενδοψυχικών συγκρούσεων που απειλούν την ύπαρξη του εξαρτημένου (Angieu D, L’ Io pelle, Roma 1995). Καταργώντας τη σχέση και τα όρια ενισχύεται η ναρκισσιστική φαντασίωση της παιδικής παντοδυναμίας , η επιθυμία του «εγώ μπορώ ότι εσείς δεν μπορείτε».
Η σχέση με το διαδίκτυο, όπως με τις ψυχοδραστικές ουσίες, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά που βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της εφηβείας. Κατ’ αρχάς αποτελεί μια «κλειδαρότρυπα» στα μυστικά του κόσμου των ενηλίκων και δημιουργεί έλξη, όπως για την εφηβική φαντασία το τι συμβαίνει στο γονεϊκό δωμάτιο, πίσω από την κλειδαρότρυπα. Επίσης ενισχύει τη ναρκισσιστική φαντασίωση της παιδικής παντοδυναμίας, σε μια φάση της ζωής που πρέπει αυτή να εγκαταλειφθεί για να μπορέσει ο έφηβος να αποεξιδανικεύσει τον εαυτό του. Ικανοποιεί όμως και την ανάγκη εξάρτησης του εφήβου, την οποία από τη μία πολεμά στη σχέση με τους γονείς του και από την άλλη υποσυνείδητα την υποκαθιστά στην σχέση με την ουσία ή το διαδίκτυο. Επιπλέον γίνεται ο συνθετικός κρίκος για την ένταξη του σε μια ομάδα συνομηλίκων, πολλές φορές για πρώτη φορά, με τους οποίους έχει κοινά χαρακτηριστικά, μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν εύκολη πρόσβαση στο μέσον και προσδοκία άμεσης ικανοποίησης.
Γράφει ο Παιδοψυχίατρος Χάρης Καραμπέτσος