Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα που προσπαθούν οι ερευνητές εδώ και χρόνια να απαντήσουν είναι αν τελικά η κατάθλιψη είναι κληρονομική, οπότε και κληροδοτείται από τους γονείς στα παιδιά. Αν αυτό ισχύει τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε αφενός για το αν οι πάσχοντες από ήπια ή βαριά κατάθλιψη μπορούν να γίνουν γονείς, αν δηλαδή μπορούν να ανταπεξέλθουν στα γονικά τους καθήκοντα ή όχι, και αφετέρου αν πρέπει να γίνονται γονείς, τη στιγμή που σύμφωνα με τις μελέτες και τα πειράματα που έχουν λάβει χώρα έως τώρα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να μεταφερθεί η νόσος της κατάθλιψης στα παιδιά τους.
Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες όταν οι γονείς είναι ψυχικά άρρωστοι αυξάνεται ο κίνδυνος να εκδηλώσουν τα παιδιά τους ψυχικές παθήσεις. Μελέτες που έγιναν σε διδύμους που υιοθετήθηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία από διαφορετικές οικογένειες, εγκατεστημένες σε διαφορετικούς τόπους έδειξαν ότι εμφάνισαν τις ίδιες ψυχικές παθήσεις χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ. Το ενδεχόμενο λοιπόν οι συγγενείς πρώτου βαθμού ακόμη και αν ζουν σε διαφορετικό περιβάλλον με διαφορετικά ερεθίσματα να εμφανίσουν ψυχικές διαταραχές είναι πολύ μεγάλο. Νεότερες μελέτες που αφορούν σε συγκεκριμένη ψυχική πάθηση,την κατάθλιψη, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αν οι γονείς είναι καταθλιπτικοί είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν και τα παιδιά τους κατάθλιψη.
Οι ερευνητές μελέτησαν 251 νέους με ηλικία 18 ετών και κατέληξαν στο ότι οι νέοι με καταθλιπτικούς γονείς εμφάνιζαν διπλάσιο κίνδυνο να πάθουν κατάθλιψη, να εξαρτηθούν από ναρκωτικές ουσίες και να εμφανίσουν τάσεις αυτοκτονίας, σε σχέση με τους συνομήλικους τους που δεν είχαν καταθλιπτικούς γονείς. Αν εκτός από καταθλιπτικούς γονείς είχαν και καταθλιπτικούς παπούδες τότε ο κίνδυνος μεγάλωνε ακόμη περισσότερο.
Η κληρονομικότητα σε συνδυασμό με το περιβάλλον σύμφωνα με έρευνες οδηγεί πολλές φορές πάλι στην κατάθλιψη. Σε μελέτες που έγιναν σε πολύ μικρά παιδιά ακόμη και τριών μηνών φάνηκε ότι όταν κάποιος από τους γονείς και περισσότερο η μητέρα τους έχει κατάθλιψη συμπεριφέρονται και αυτά με χαρακτηριστικά κατάθλιψης. Αν το περιβάλλον που μεγαλώνουν παραμείνει καταθλιπτικό τότε η ψυχική τους κατάσταση τείνει να παγιωθεί και από απλές και ελεγχόμενες συμπεριφορές θλίψης, όπως για παράδειγμα συχνότερο κλάμα ή άρνηση για παιχνίδι να παρουσιάσουν αντικοινωνική συμπεριφορά, αδυναμία συγκέντρωσης, μαθησιακές δυσκολίες αλλά και χαμηλές δεξιότητες ενώ κατά την ενηλικίωση να εμφανίζουν πολύ συχνά κατάθλιψη.
Μία πρόσφατη επίσης μελέτη αποκαλύπτει ότι η καθημερινή ζωή σε συνθήκες φτώχειας μπορεί να επιφέρει μικρές αλλαγές στο DNA των παιδιών, κληροδοτώντας ουσιαστικά την κατάθλιψη. Οι αλλαγές αυτές σταδιακά συσσωρεύονται και επηρεάζουν την ανάπτυξη του παιδιού έχοντας ως αποτέλεσμα να εμφανίσει αργότερα άγχος και κατάθλιψη.
Σε παιδιά που υποβλήθηκαν σε νευρολογικά τεστ, φάνηκε ότι στα φτωχά παιδιά υπήρξαν στο διάστημα της τριετίας που γίνονταν τα πειράματα, επιγενετικές αλλαγές στο γονίδιο SLC6A4 το οποίο ρυθμίζει μια πρωτεΐνη που μεταφέρει σεροτονίνη στα εγκεφαλικά κύτταρα, με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά να ήταν πιο επιρρεπή σε φοβίες, κρίσεις πανικού και κατάθλιψη. Όταν τα παιδιά είχαν και γονείς ή παπούδες καταθλιπτικούς τότε ο κίνδυνος να εμφανίσουν κατάθλιψη ήταν μεγαλύτερος.
Σύμφωνα λοιπόν με τον παιδοψυχολόγο Σιθ Πόλακ η αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντολογικών παραγόντων είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Ωστόσο οι έρευνες πρέπει να συνεχιστούν καθώς υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που επηρεάζονται από αυτούς τους παράγοντες και εμφανίζουν ακόμη και τάσεις αυτοκτονίας και άλλων παιδιών που δεν είναι τόσο επιρρεπή στις επιγενετικές αλλαγές.
Γράφει η Κατερίνα Ζαγοραίου