Ο έφηβος χρειάζεται γονείς διαθέσιμους, να αναλαμβάνουν το βάρος της συζήτησης και αντιπαράθεσης μαζί του και όχι γονείς παραιτημένους και φοβισμένους από τη επανάστασή του, που αποφεύγουν τις συγκρούσεις, αυτοκαταργούνται μη αναλαμβάνοντας την οριοθέτηση αυτών που αγαπούν και έχουν την ευθύνη τους, ή υψώνουν τείχη υπερβολικού ελέγχου, που εκλαμβάνεται ως εχθρικότητα . Ο έφηβος έχει ανάγκη τους γονείς για να τον βοηθήσουν να συνειδητοποιήσει, με στοργική υπομονή στις αναγκαίες συγκρούσεις μαζί του, ότι η σύγκρουση ουσιαστικά συμβαίνει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Ο γονέας πρέπει για αυτόν να είναι ένα στήριγμα ασφάλειας (ακόμα και όταν δεν τον επιδοκιμάζει), που απορροφά τις πιέσεις χωρίς να καταρρεύσει σαν πλαστελίνη, αλλά ούτε σαν τοίχος από μπετόν, που αποτρέπει κάθε διεκδίκηση. Οι ίδιοι οι γονείς των εφήβων, που πενθούν την παιδική παντοδυναμία, βρίσκονται πολλές φορές σε μια κρίσιμη ηλικία της ζωής τους, στην φάση του απολογισμού και ενδεχομένως του πένθους για τις χαμένες προσδοκίες από τη ζωή τους. Βιάζονται να ταυτιστούν με αυτά που αποκτούν, παλεύουν με το χρόνο στο πεδίο του «είμαι αυτό που προλαβαίνω να έχω». Έτσι πιέζουν και τους εφήβους να προσχωρήσουν και αυτοί στην οπτική της στενής προθεσμίας του χρόνου που λιγοστεύει, όπως άλλωστε και η ζωή των γονέων.
Από την άλλη η εφηβική διάσταση ωθεί το νέο στο να παίζει σ΄ ένα απεριόριστο «μητρικό» χρόνο, που δίνει πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη της φαντασίας και της προσωπικής του αξίας, η οποία εκτός της ευφυΐας περιλαμβάνει τη χάρη, τη δημιουργική ματιά στον κόσμο και τον υγιή ρεμβασμό ως πηγή κάθε έμπνευσης. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και γιατί οι ίδιοι οι γονείς προσπαθούν να υποβαθμίσουν τις εσωτερικές τους αντιφάσεις, όταν μιλούν σαν από κεκτημένη ταχύτητα για τις περίφημες ανθρωπιστικές αξίες, την αλληλεγγύη, την πρόοδο, την ελευθερία, το έθνος (ιδίως στα τηλεοπτικά παράθυρα) ενώ γύρω τους οι αξίες και τα συστήματα αξιολόγησης όλο και καταρρέουν. Ίσως έτσι πρέπει να δούμε και το πραγματικό αίτιο της αδιαφορίας των εφήβων (μη συμμετοχή στην θεσμοθετημένη κοινωνική ζωή) ως αναμενόμενο αποτέλεσμα της δυσφορίας απέναντι σε άδεια λεκτικά σημεία μιας μεταλλαγμένης κοινωνίας.
Χρειάζεται να μπορούμε να ξεχωρίζουμε τους φόβους μας, εν μέρει δικαιολογημένους και εν μέρει κατάλοιπα των δικών μας ματαιωμένων ονείρων και να δούμε μαζί ότι ίσως υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος ζωής. Να μπορούμε να πούμε στους εφήβους μας πόσο ανάγκη τους έχουμε και εμείς, πόσο ζούμε από την πίστωση αγάπης που μας κάνουν. Κάποιες φορές είναι αναγκαία η βοήθεια ενός ειδικού για τις δύσκολες σχέσεις στην οικογένεια. Ο ψυχίατρος παιδιών και εφήβων είναι ο ψυχοδυναμικός σύμβουλος όλης της οικογένειας, γιατί η δυσκολία του παιδιού είναι σύμπτωμα της οικογένειας του. Σ΄ αυτό το πλαίσιο οι γονείς χρειάζονται στήριξη για να κατανοήσουν καλύτερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εφήβων τους, αλλά και τις δικές τους. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει πριν από όλα να είναι διαθέσιμος και να μπορεί ν΄ αντέξει τη σιωπή του εφήβου . Χρειάζεται, όπως λέει ο ποιητής, «τέχνη, γνώση, και υπομονή άλλη τόση». Έτσι μόνο μπορεί να τον βοηθήσει (με μια συναισθηματική συμμαχία μαζί του) να κινητοποιηθεί από μόνος του, να ανακαλύψει την αλήθεια του, να αναλάβει την ευθύνη της επιθυμίας του και με πίστωση εμπιστοσύνης από τους γονείς να εφεύρει και να ζήσει μια καλύτερη ζωή.
Γράφει ο Ψυχίατρος Παίδων και Ενηλίκων Χάρης Καραμπέτσος