Για να κατανοήσουμε την εξαρτητική συμπεριφορά θα πρέπει να τη δούμε σαν μια έκφραση ενός ευρύτερου προβλήματος, στο οποίο ίσως να συμμετέχουμε και οι ίδιοι. Η δραματοποίηση ιδιαίτερα των «απαγορευμένων εξαρτήσεων» και η απομόνωση τους σαν αποκλειστικό φαινόμενο της εποχής μας και ιδιαίτερα της νέας γενιάς, δεν μας απαλλάσσει από το καθήκον να αναζητήσουμε τις δικές μας εξαρτήσεις, τα δικά μας «αντικείμενα» εξάρτησης.
Τέτοια μπορεί να είναι τόσο μια απαγορευμένη ψυχοδραστική ουσία, ή μια νόμιμη, όπως αλκοόλ, υπερβολικό φαγητό, ηρεμιστικά, τα ευκόλως συνταγογραφούμενα αγχολυτικά & άλλα «ιατρικά» σκευάσματα. Είναι όμως και εθιστικές καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε αλλοτρίωση, όπως ο τζόγος (νόμιμος ή παράνομος) και η παθολογική χρήση του διαδικτύου, πέρα από τα όρια της ιδιοφυούς προσφοράς του.
Η εξαρτημένη συμπεριφορά διαφέρει από τις καθημερινές συνηθισμένες «παρεκκλίσεις» μας στην ένταση, την συχνότητα, την αδυναμία ελέγχου και την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά αυτή για την επισφαλή ισορροπία του ατόμου.
Εξαρτητική προδιάθεση και ουσίες
Η εξαρτητική δομή της προσωπικότητας διαμορφώνεται κατά την πρώιμη φάση της εξέλιξης του βρέφους, την στοματική, στη σχέση με το πρωταρχικό αντικείμενο αγάπης. Η σχέση αυτή με το μητρικό αντικείμενο γίνεται πρότυπο όλων των μετέπειτα σχέσεων με τ’ αντικείμενα που θα το αντικαταστήσουν στην εξέλιξη της ζωής του παιδιού. Εδώ το υποκείμενο παρεμποδίστηκε ή δεν μπόρεσε να αποχωριστεί από τη μητέρα, να διαφοροποιηθεί και να εσωτερικεύσει την μητρική και πατρική λειτουργία, αναπτύσσοντας στη συνέχεια τις δικές του ικανότητες (Παπαγεωργίου Ε, Αθήνα 1990). Βρίσκεται σε μία διαρκή άμεση εξάρτηση από το περιβάλλον – μητρικό αντικείμενο – σαν βρέφος που αναζητά υποκατάστατα στην θαυματουργή ουσία, την παντοδύναμη οθόνη, την μαγική ζαριά κλπ.
Αναπτύσσεται τότε μια σύνδεση που χαρακτηρίζεται τόσο από συναισθήματα ανάγκης ενός ιδεώδους στήθους που απαντά σε όλα τα ερεθίσματα , όσο και από συναισθήματα απειλής από αυτό και ανάγκης ελέγχου του.
Είναι σαν μια μανιακή άμυνα για να μην αναγνωρίσει και αποδεχθεί την έλλειψη του. Δυσκολεύεται να απαγκιστρωθεί από το «πράγμα» που θα ικανοποιήσει άμεσα την ανάγκη του, που πιστεύει ότι μπορεί αυτή τη φορά να το ελέγξει και να εκπληρώνει κάθε ενόρμηση του όποτε θέλει, χωρίς την πολυπλοκότητα μιας διανθρώπινης σχέσης.
Το εξαρτητικό άτομο προσπαθεί έτσι να ενσωματώσει από το περιβάλλον αυτό που δεν μπόρεσε να ενδοβάλει, την λειτουργία του πρωταρχικού μητρικού αντικειμένου, ως καλό και προστατευτικό ακόμα και όταν δεν είναι παρόν. Έχουμε έτσι μια μεταφορά κατά την οποία το ενδοψυχικό πρόβλημα μεταφέρεται στη σχέση με το περιβάλλον σε μια προσπάθεια μείωσης, αυτοθεραπείας θα λέγαμε, εντονότατων ενδοψυχικών συγκρούσεων που απειλούν την ύπαρξη του εξαρτημένου (Angieu D, L’ Io pelle, Roma 1995). Καταργώντας τη σχέση και τα όρια ενισχύεται η ναρκισσιστική φαντασίωση της παιδικής παντοδυναμίας , η επιθυμία του «εγώ μπορώ ότι εσείς δεν μπορείτε».
Γράφει ο Χάρης Καραμπέτσος Ψυχίατρος Παίδων και εφήβων